Ελλάδα - Τηλεόραση

Ελλάδα - Τηλεόραση
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον δεκαετίας από την υπόλοιπη Ευρώπη και δύο από την Αμερική, η Ελλάδα αποκτούσε τηλεόραση. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο τομέας αυτός έμελλε να εξελιχθεί με τον πλέον ιδιότυπο τρόπο. Αποτελώντας για μια μεγάλη χρονική περίοδο κρατικό μονοπώλιο, απελευθερώθηκε μετά από πιέσεις των συνθηκών σε μια ευαίσθητη πολιτικά περίοδο (1989) και έκτοτε πέρασε από τις συνθήκες της κρατικής κηδεμονίας στις σκληρές συνθήκες ενός ακραίου ανταγωνισμού των δυνάμεων της αγοράς. Η πορεία και η εξέλιξή του ωστόσο χαρακτηρίστηκαν από ασυνέχεια και έλλειψη σχεδιασμού, με αποτέλεσμα η τηλεόραση να επιδεικνύει στοιχεία ανάπτυξης και υπανάπτυξης μαζί – σε πλήρη αντιστοιχία με άλλους τομείς της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Συνδέθηκε με την ελληνική κοινωνία, κολάκεψε τις αδυναμίες της, επένδυσε κυρίως σε θέαμα λαϊκό, και πολύ γρήγορα υιοθέτησε τις μεθόδους της φαντασμαγορικής ενημέρωσης, αμερικανικού τύπου, κατορθώνοντας να αναδειχθεί επανειλημμένως ακόμα και σε παράγοντα πολιτικών εξελίξεων. Πολύ περισσότερο γιατί η δημόσια τηλεόραση, κουβαλώντας το «αμαρτωλό» παρελθόν του κρατικού μονοπωλίου, όταν η ενημέρωση που πρόσφερε ήταν ελεγχόμενη, δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως αντίπαλον δέος για τα ιδιωτικά κανάλια. Είναι γεγονός ότι η ελληνική τηλεόραση έκανε τα πρώτα της βήματα την εποχή της Χούντας, κι έτσι ήταν επόμενο να μην καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού και κυρίως να μην καταφέρει να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες συνέχειας. Την εποχή της μεταπολίτευσης επιχειρήθηκε η πλήρης εκκαθάριση της κρατικής τηλεόρασης από το χουντικό παρελθόν, ενώ και το στρατιωτικό κανάλι, η περίφημη ΥΕΝΕΔ, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, έπαψε να υπάγεται στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης και εντάχθηκε στην ΕΡΤ, ως το δεύτερο κρατικό κανάλι. Ωστόσο οι χουντικές μνήμες, οι δομές, ο τρόπος λειτουργίας από τη μια, αλλά και η ίδια η αντίληψη των πολιτικών κομμάτων, ότι η τηλεόραση αποτελεί μέρος του ιδεολογικοπολιτικού οπλοστασίου τους, δεν επέφεραν την ουσιαστική αποδέσμευση των τηλεοπτικών μέσων από το παρελθόν της κρατικής τους εξάρτησης. Η ίδια άλλωστε η πολιτική εξουσία ουδέποτε επέδειξε τη βούληση εκείνη που θα επέτρεπε στη ραδιοτηλεόραση να αναπτυχθεί σε υγιείς συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν τα αρνητικά στοιχεία της εμπορικής τηλεόρασης –ο λαϊκισμός, η διασκεδαστική ενημέρωση, το κουτσομπολιό-θέαμα, το φτηνό και χαμηλής ποιότητας πρόγραμμα– και να κυριαρχήσουν, σε σημείο που η τηλεόραση να αποτελεί συχνά τον αποδιοπομπαίο τράγο για πολλές κρίσεις σε νευραλγικούς τομείς της πολιτικοκοινωνικής ζωής. Θα ασχοληθούμε εδώ κυρίως με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο τηλεοπτικό περιβάλλον από την εποχή της αποδέσμευσής του το 1989 και έπειτα, καθώς από αυτή την περίοδο αρχίζει και η σύνδεση της τηλεόρασης με τη σόου μπίζνες, διαμορφώνει και επιβάλλει τρόπο ζωής, αναδεικνύει πρόσωπα και συνθέτει τις νέες ομάδες της μιντιακής ελίτ, οι οποίες σφραγίζουν το δημόσιο λόγο και την εθνική σκέψη. Είναι γεγονός πως η ορμητική εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989 έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Την εποχή εκείνη ευαγγελιζόταν την αποδέσμευση από κάθε κρατική εξάρτηση, ενώ, παράλληλα, οι γοητευτικές θεωρίες ότι θα προσφέρει υπέροχα προγράμματα, από τα οποία ο θεατής θα επιλέγει με το τηλεχειριστήριό του εκείνα που τον ικανοποιούν, δεν άφησαν περιθώρια για σύνεση– ούτε καν από τις πολιτικές δυνάμεις, που ευελπιστούσαν ότι θα μπορούσαν πλέον να εμφανίζονται ελεύθερα, όσο συχνά το επιθυμούσαν και χωρίς τον έλεγχο και τους περιορισμούς του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Στην πραγματικότητα η έναρξη λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης είχε ήδη καθυστερήσει πολύ όταν δόθηκε το 1989 η πρώτη άδεια για κανάλι. Ήταν το κανάλι Mega, ιδιοκτησίας των 5 μεγαλύτερων εκδοτών της χώρας (συμμετείχαν τα εκδοτικά συγκροτήματα που εξέδιδαν τις εφημερίδες Νέα και Βήμα, Καθημερινή, Έθνος, Μεσημβρινή, Ελευθεροτυπία). Η έλλειψη εμπειρίας, η μακρά συνήθεια από τη λειτουργία της κρατικής τηλεόρασης, που βρισκόταν πάντα υπό τον έλεγχο της εκάστοτε κυβερνήσεως, η απουσία ενημέρωσης για τον τρόπο λειτουργίας της εμπορικής τηλεόρασης, όποια κι αν ήταν η αιτία, το αποτέλεσμα ήταν να μη λειτουργήσει κανένα θεσμικό πλαίσιο και να μη θωρακιστεί η πολιτική και η κοινωνία απέναντι σε ένα μέσο που έμελλε πολύ σύντομα να αποδείξει ότι ασκεί έλεγχο στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις με μεθόδους πολύ πιο εκλεπτυσμένες από τις παραδοσιακές της πολιτικής εξουσίας. Η Ελλάδα εισήλθε στη νέα εποχή της τηλεόρασης, στην οποία ήδη ζούσαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς ωστόσο να θελήσει να αξιοποιήσει την εμπειρία τους ούτε σε θεσμικό επίπεδο ούτε σε επίπεδο επιχειρηματικής οργάνωσης. Η πολιτική συγκυρία της εποχής, οι αποκαλύψεις σκανδάλων και τα αισθήματα δυσφορίας των πολιτών απέναντι στην τότε κυβέρνηση –τέλος δεύτερης τετραετίας ΠΑΣΟΚ– για τον ασφυκτικό έλεγχο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, και κυρίως της ροής πληροφοριών, ήταν οι λόγοι που δημιούργησαν το κλίμα πίεσης για την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η κυβέρνηση δεν έκρυβε το δέος της για την απελευθέρωση των τηλεοπτικών συχνοτήτων. Ωστόσο το αίτημα των πολιτών εκείνη την εποχή για αντικειμενική, πολύπλευρη ενημέρωση, την οποία είχαν ήδη γευτεί από τους πρώτους μη κρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, ήταν τόσο δυναμικό, που δεν μπορούσε πλέον να καθυστερήσει άλλο η λειτουργία του πρώτου μη κρατικού καναλιού. Μέσα σε κλίμα συναίνεσης, ή μάλλον ενθουσιασμού, ξεκίνησε τις εκπομπές του το Mega channel. Λίγο αργότερα άρχισε να εκπέμπει και ο ΑΝΤ1, και σιγά σιγά και τα υπόλοιπα κανάλια. Η ατμόσφαιρα ευφορίας που επικράτησε εκείνη την εποχή συνοδεύτηκε από αδιαφορία για τους κινδύνους που έκρυβε η ανεξέλεγκτη, χωρίς μελέτη, σχεδιασμό και πρόβλεψη απελευθέρωση των τηλεοπτικών συχνοτήτων – όπως ακριβώς είχε γίνει άλλωστε και με τις ραδιοφωνικές. Επρόκειτο για κινδύνους που δεν είχαν σχέση μόνο με την ευρυθμία της δημοκρατίας, αλλά και με την οικονομική βιωσιμότητα των ίδιων των τηλεοπτικών επιχειρήσεων, καθιστώντας τα προβλήματα αυτά σημαντικό παράγοντα διαπλοκής στην οικονομικοπολιτική ζωή της χώρας, όπως θα δούμε παρακάτω. Ακριβώς αυτό το κλίμα, το οποίο ενισχυόταν από τις ευδαίμονες θεωρίες περί λιγότερου κράτους το οποίο θα αντιστάθμιζαν οι εξισορροπιστικές δυνάμεις της αγοράς, στάθηκε πολύ βολικό για τους πρώτους εραστές των τηλεοπτικών συχνοτήτων, οι οποίοι έγιναν δεκτοί άνευ όρων και προβληματισμών. Βέβαια, τότε δεν είχε γίνει συνείδηση αυτό που γνωρίζουν σήμερα πολύ καλά πολιτική εξουσία και τηλεοπτικό κοινό, ότι δηλαδή η τηλεοπτική αγορά είναι ιδιόμορφη, καθώς δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση, αλλά την επιβάλλει, μέσα από την ομοιομορφία της προσφοράς, και έτσι κάθε άλλο παρά ποικιλία επιλογών καταλήγει να έχει ο τηλεθεατής. Το γεγονός αυτό όμως το είχαν αγνοήσει ακόμη και οι μυσταγωγοί της τεχνολογίας, όπως ο Φούλερ και ο Μάρσαλ Μακλιούαν, όταν ευαγγελίζονταν το θαύμα των νέων μέσων επικοινωνίας, χωρίς να θέλουν να δουν τελικά τον έλεγχο που επιβάλλουν αυτά, ακόμη και τον ανορθολογικό ρόλο τους στη μυθοποίηση της πραγματικότητας. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η τηλεόραση κατασκευάζει εκ του μη όντως γεγονότα και μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, διότι κάθε κοινωνική αλλαγή πρέπει να έχει τις ρίζες της στην υλική κοινωνική ύπαρξη. Ωστόσο την είδαμε να αναδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις σε ρυθμιστικό παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων, ή τουλάχιστον να το επιχειρεί, με τη δημιουργία αλλεπάλληλων εντάσεων. Οι μπερλουσκονικές πιρουέτες στην πολιτική εξουσία στο ρυθμό που είχε ήδη επιβάλει ο ίδιος ο μεγιστάνας των ιταλικών μίντια ήταν το πρώτο σοκ από την αποκάλυψη της δύναμης του τηλεοπτικού μέσου. Η «σύγκρουση» τηλεόρασης-παραδοσιακής πολιτικής εξουσίας, την οποία οι μελετητές και οι επιστήμονες των μίντια είχαν θεωρήσει ως τη μεγαλύτερη του 20ού αιώνα, συνέβη και στη χώρα μας, ενώ συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και στον 21ο αι., μια και η ακατάπαυστη απορύθμιση των μέσων οδήγησε στην επανάληψη ακραίων φαινόμενων. Πάντως, στη χώρα μας ουδείς σκέφτηκε, εκείνα τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών, να θέσει τα θεμελιώδη ερωτήματα που είχαν απασχολήσει πολιτικούς, δημοσιογράφους και κοινό σε άλλες χώρες. Μηδαμινό υπήρξε το ενδιαφέρον για το γεγονός ότι η ελευθερία επιλογών του κοινού που διακηρύσσει η ιδιωτική τηλεόραση, ακροβατεί στο τεντωμένο σκοινί των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων για να προσκρούσει στο περίφημο φαινόμενο της διαπλοκής. Μοναδικό μέλημα της εξουσίας ήταν πώς θα κρατήσει τα νέα κανάλια σε καθεστώς ομηρίας, δηλαδή υπό τον έλεγχό της. Έτσι όμως κατέστη αναπόφευκτη η εμπλοκή των τηλεοπτικών μέσων με την πολιτική εξουσία, αλλά και με οικονομικά συμφέροντα, ο ρόλος των οποίων αποδεικνύεται καθοριστικός στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης (CNN και Πόλεμος στον Περσικό κόλπο, «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια» στην Ιταλία, και στη χώρα μας υπόθεση Οτσαλάν, Γιουγκοσλαβικό κ.ά.). Το χρονικό της μη αδειοδότησης Η απειρία και η προχειρότητα του πρώτου καιρού στη χώρα μας άφησαν τη χρηστή και κατά τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας λειτουργία των τηλεοπτικών επιχειρήσεων στην κρίση των ιδιοκτητών τους. Η εσκεμμένη ολιγωρία της πολιτικής εξουσίας να θεσπίσει νόμο για τη λειτουργία των καναλιών και κυρίως να τον εφαρμόσει –καθώς, κατά την κοντόθωρη κρίση της, θα έθετε σε καθεστώς διαρκούς ομηρίας τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, που θα λειτουργούσαν υπό τη μόνιμη απειλή της δήθεν εφαρμογής του νόμου– οδήγησε στη δημιουργία ενός άναρχου τηλεοπτικού τοπίου με ευαίσθητες οικονομικές ισορροπίες. Ήταν επόμενο, καθώς ουδέποτε εφαρμόστηκε το άρθρο 1 του Ν. 2328/95, περί του ασυμβιβάστου της συμμετοχής σε επιχείρηση μέσων ενημέρωσης, και σε επιχείρηση με αντικείμενο έργα και προμήθειες Δημοσίου, έργα και προμήθειες που υπήρξαν επιδίωξη ορισμένων επιχειρηματιών των ΜΜΕ από την ημέρα που ιδρύθηκε η ιδιωτική τηλεόραση. Με άλλα λόγια, η απόκτηση τηλεοπτικού μέσου θεωρήθηκε ως ευκαιρία πίεσης προς την κυβερνητική εξουσία για να ωφεληθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδιοκτητών. Επειδή οι επιχειρηματίες δεν είχαν σκοπό να υποχωρήσουν από υπόλοιπα επιχειρηματικά τους σχέδια, η ύπαρξη της συγκεκριμένης διάταξης στο νόμο οδήγησε σε ένα δαιδαλώδες ιδιοκτησιακό καθεστώς των τηλεοπτικών επιχειρήσεων, που στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από πρόσωπα που δεν έχουν ουσιαστική σχέση με την εταιρεία ή τις εταιρείες off shore, που είναι και η πιο διαδεδομένη τακτική, εταιρείες δηλαδή που εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες ΜΜΕ, αλλά δεν μπορούν να ελεγχθούν ως φυσικά πρόσωπα. Ταυτόχρονα, η απουσία κανόνων πλήττει κυρίως την κρατική τηλεόραση, η οποία έχει να αντιμετωπίσει ένα απορυθμισμένο περιβάλλον άγριου ανταγωνισμού, ενώ η ίδια είναι ημιθανής από τις βαμπιρικές εναντίον της επιθέσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, και ιδίως της τελευταίας περιόδου της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όταν ο έλεγχος που δεχόταν ήταν ασφυκτικός. Σπαρασσόμενη από εσωτερικές κρίσεις, με τον ιστό των εργαζομένων διαλυμένο από πλήθος σαρκοβόρα «φυτά εσωτερικού χώρου» που φύτευαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για να εξασφαλίσουν το στρατό των εξυπηρετούντων τα σχέδιά τους, η ΕΡΤ δεν κατάφερε να ορθοποδήσει ποτέ. Καταβαραθρώθηκε από τις πρώτες ώρες λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών. Πάντως, η πρώτη απόπειρα αδειοδότησης έγινε το 1989, όταν ο Θ. Κανελλόπουλος έδωσε τις άδειες στο Mega και τη Νέα Τηλεόραση (η οποία ουδέποτε εξέπεμψε με αυτή την επωνυμία. Από τη συχνότητά της εξέπεμψε το New Channel, αργότερα New, κατόπιν New Tempo και, τέλος, Tempo). Χρειάστηκαν τέσσερις συνεδριάσεις στη Βουλή για να προκύψει το πρώτο θεσμικό πλαίσιο, ο Ν. 1866/89, που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα, πλην της ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου. Ο νόμος ψηφίστηκε στις 2 Οκτωβρίου, και πέντε ημέρες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τζαννετάκη. Λίγους μήνες μετά τη λειτουργία του Mega, ξεκίνησε τη λειτουργία του ο Αntenna του Μίνωα Κυριακού, σε καθεστώς παρανομίας. Ουδείς ωστόσο αντέδρασε, αντιθέτως το φαινόμενο βρήκε τόσους μιμητές, που η κυβέρνηση Ζολώτα θέσπισε ως ελάχιστο μέτρο την κατάθεση εγγυητικής επιστολής ύψους 1 δισεκατομμυρίου δραχμών εκ μέρους του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία της τηλεόρασης. Οι αποφασισμένοι δεν πτοήθηκαν καθόλου. Η ανάγκη όμως για κάποια τάξη έγινε επιτακτική, και η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη (1992) έδωσε προσωρινές άδειες στους σταθμούς Mega, Antenna, Κανάλι 29, New Channel, Seven X, Telecity, Τηλετώρα, Μακεδονία, αφήνοντας εκτός τον SKY και τον 902. Το Δεκέμβριο του 1993 και ενώ είχε αλλάξει πλέον η κυβέρνηση δόθηκαν οι δύο επιπλέον προσωρινές άδειες (SKY και 902). Περίπου ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1994, ο κ. Βενιζέλος, ως υπουργός Τύπου, αποφάσισε να εκχωρήσει το δικαίωμα αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών και στους νομάρχες. Από τότε άρχισαν να εκπέμπουν πάμπολλοι τηλεοπτικοί σταθμοί της περιφέρειας, τουλάχιστον 150 σύμφωνα με μετρήσεις, αλλά ίσως και περισσότεροι. Το καλοκαίρι του 1995, όταν πλέον ο υπάρχων και ανεφάρμοστος νόμος κρίθηκε εκτός πραγματικότητας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος παρουσίασε ένα νέο νόμο, τον Ν. 2328, ο οποίος ψηφίστηκε, αλλά επίσης ουδέποτε εφαρμόστηκε, παρά μόνο αποσπασματικά. Την εκρηκτική κατάσταση που προέκυπτε κάθε τόσο τη «βόλευαν» οι προσωρινές, λεγόμενες, νομιμοποιήσεις. Το καθεστώς για τις τηλεοράσεις ορίστηκε με το άρθρο 2644/99. Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, δέκα και πλέον χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης, έχει κυριαρχήσει ένα καθεστώς πολυδαίδαλο και ημιπαράνομο. Για να επιλυθεί προσωρινώς το ζήτημα, το προεδρικό διάταγμα 310/96 προέβλεπε ότι το Τμήμα Διαφάνειας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης θα νομιμοποιούσε τους φακέλους που είχαν εγκαίρως καταθέσει οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις εθνικής εμβέλειας. Μόνο που το εν λόγω τμήμα συστάθηκε μόλις το 1999, οπότε η ρύθμιση αφορούσε τους φακέλους που κατατέθηκαν από το 1999 και εντεύθεν. Παραλλήλως, η Επιτροπή Αδειοδότησης του ΕΣΡ, με την είσοδο του 2002, ήδη είχε ξεκινήσει να μελετά τους φακέλους που είχαν κατατεθεί το 1998, και για την ακρίβεια από το 1995 έως το 1998. Στο διάστημα αυτό όμως πλήθος σταθμοί είχαν αλλάξει επωνυμία και ιδιοκτησιακό καθεστώς. Για παράδειγμα, το Κανάλι 29 είχε γίνει Star, ενώ το Κανάλι 5 είχε γίνει Alter. Εκτός αυτού, γίνονταν και αγοραπωλησίες παρανόμως καταληφθεισών συχνοτήτων, για τις οποίες φαίνεται πως ισχύει ένα είδος χρησικτησίας. Όσοι είχαν καταλάβει παρανόμως μία συχνότητα τις εποχές της αναταραχής, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, και τη χρησιμοποιούσαν έστω και ελλιπώς, στα τέλη της δεκαετίας ήταν σε θέση να την εκμεταλλευτούν εμπορικώς. Το EXTRA αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς ο πρώην χρήστης της συχνότητας αυτής κ. Βασίλης Λεβέντης την πούλησε στον όμιλο Κουρή, ο οποίος και άλλαξε την επωνυμία και το πρόγραμμα του καναλιού, ενώ εξέπεμπε από δύο διαύλους στα UHF κατά το 2001 και 2002, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το νόμο, είχε δικαίωμα μόνο για μία συχνότητα. Βαριές επιπτώσεις Η καθυστέρηση των εκάστοτε κυβερνήσεων να ενεργοποιήσουν τους θεσμούς και να εξασφαλίσουν υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, μοιραία αποτελέσματα για κάποιες τηλεοπτικές επιχειρήσεις. Η καθυστερημένη εμφάνιση του τηλεοπτικού σταθμού του SKY, ιδιοκτησίας Γιάννη Αλαφούζου, σε μια αγορά ήδη διογκωμένη, προκάλεσε τριγμούς και ρωγμές. Σε μικρό χρονικό διάστημα το κανάλι έσπευσε να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χαμένο χρόνο, για την ακρίβεια τηλεθέαση, με τους ευκολότερους τρόπους. Σε μια αγορά επαγγελματιών ήδη προβληματική, χωρίς εμπειρία, κατάλληλη γνώση και κανόνες δεοντολογίας, ήταν επόμενο να εμφανιστούν οι πρώτες ακρότητες. Δελτία ειδήσεων διογκωμένα, δημοσιογραφία επιθετική και καταγγελτική, για την ακρίβεια εισαγγελική, με πρωτοπόρο στην κατηγορία αυτή τον παρουσιαστή Νίκο Ευαγγελάτο, που καθιέρωσε το ύφος εισαγγελικής ανάκρισης στα δελτία ειδήσεων για τους καλεσμένους των τηλεπαραθύρων, ήταν τα πρώτα βήματα για μια τηλεόραση που σιγά σιγά υιοθέτησε τις πιο ακραίες μορφές εύκολου εντυπωσιασμού. Παρά τις επιλογές του είδους, ο τηλεοπτικός σταθμός SKY δεν κατάφερε να επιβιώσει επί μακρόν. Το 1998 άλλαξε επωνυμία (Alpha) και ιδιοκτησιακό καθεστώς, χωρίς ωστόσο να τροποποιήσει τις επιλογές του στον ενημερωτικό τομέα. Το κανάλι συνέχισε να ακολουθεί τις ίδιες συνταγές διασκεδαστικής ενημέρωσης και να κινείται στο λεπτό όριο μεταξύ δεοντολογίας και αντιδεοντολογίας, προσφέροντας υποστήριξη σε μεθόδους που το έφεραν επανειλημμένως στον προθάλαμο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δίνοντας εξηγήσεις για τον τρόπο προσέγγισης ορισμένων θεμάτων. Ανησυχητικά αποτελέσματα Λόγω της στρεβλής λειτουργία των καναλιών επικρατεί μια κατάσταση ζούγκλας όχι μόνο στις συχνότητες, αλλά και στις συμπεριφορές των επαγγελματιών που υπηρετούν σε αυτά. Με τη δεοντολογία να υποχωρεί μπροστά στο κυνήγι της τηλεθέασης, οι κρίσεις που αντανακλούν στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο είναι αλλεπάλληλες και επηρεάζουν την πολιτική σκηνή. Εντέλει, ο ρυθμός της τηλεόρασης γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις και ο ρυθμός της πολιτικής. Αυτό το γεγονός συνιστά τις περισσότερες φορές και τις αιτίες σύγκρουσης μεταξύ τους. Η μεν τηλεοπτική επικαιρότητα οφείλει να τρέχει ιλιγγιωδώς, η δε πολιτική να έχει αργούς ρυθμούς, που καταλαγιάζουν τα πάθη και δίνουν προβάδισμα στη λογική. Η τελετουργία του ανταγωνισμού, που στο ελληνικό περιβάλλον εφαρμόζεται κι αυτή στρεβλά, με το συνακόλουθο άγχος της, οδηγεί σε σύγκρουση κάθε τόσο την πολιτική με την τηλεοπτική της εικόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ρυθμός της τηλεόρασης άγγιξε τα ανώτατα όρια ταχύτητας, και τότε υπήρξαν ολισθήματα της τηλεοπτικής ενημέρωσης που έφτασαν να θεωρηθούν ακόμη και επικίνδυνα. Ολισθήματα που άλλοτε είχαν στοιχεία συγκεκριμένων ακραίων πολιτικών, οι οποίες αναζητούσαν την ευκαιρία να επιβληθούν, άλλοτε ξενοφοβίας και ρατσισμού κι άλλοτε εθνικιστικής έξαρσης, με υστερικές υπερβολές. Μια από τις υποθέσεις που χαρακτηρίστηκε από τέτοια έντονα στοιχεία ήταν και η υπόθεση Οτσαλάν, που από θέμα της κυβέρνησης έγινε θέαμα και θέμα τηλεοπτικό. Ήταν το χειμώνα του 1999 όταν ο Κούρδος ηγέτης Αμπντουλάχ Οτσαλάν, παρά τις αντιρρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης –για λόγους εθνικούς– έφτασε σε ελληνικό έδαφος. Το γεγονός αποκαλύφθηκε στα κανάλια, τα οποία επιδόθηκαν τόσο σε κυνηγητό του ίδιου του Οτσαλάν για να τον ξετρυπώσουν, ιδίως μετά τις επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις ότι η χώρα δεν μπορούσε να του προσφέρει άσυλο, οπότε η ανακάλυψή του σε ελληνικό έδαφος θα εμφάνιζε την κυβέρνηση να ψεύδεται –πρώτο δημοσιογραφικό λαβράκι–, όσο και αξιωματούχων και προσώπων που είχαν σχέση με τον ερχομό του Κούρδου ηγέτη, αναδεικνύοντας το ζήτημα σε μείζονα εθνική και τηλεοπτική υπόθεση. Το κατασκοπικό ενδιαφέρον της υπόθεσης, η εμπλοκή μυστικών υπηρεσιών, η αποκάλυψη της κυβερνητικής ολιγωρίας σε διάφορες περιπτώσεις, οι πολιτικοεθνικές διαστάσεις και τα εγχώρια πολιτικά πάθη που ανέδειξε, την κατέστησαν σε μια από τις πλέον φαντασμαγορικές τηλεοπτικές στιγμές. Η υπόθεση Οτσαλάν χρησιμοποιήθηκε για τη σκηνοθεσία ενός εθνικοπατριωτικού τηλεοπτικού ξεσπάσματος, που αναζήτησε ακόμη και ήρωες σε πρόσωπα των μυστικών υπηρεσιών που είχαν απλώς την εντολή να κάνουν το καθήκον τους και να συνοδεύσουν τον Κούρδο φυγάδα στη διαδρομή του μέχρι να βρει καταφύγιο σε όποια χώρα τον δεχόταν. Ένα τέτοιο άτομο ήταν ο αξιωματικός της ΕΥΠ Καλεντερίδης. Τα κανάλια ανακάλυψαν ακόμη και τη μαντιλοφορούσα μάνα του την ώρα που σκούπιζε την αυλή της στο χωριό και την αποθέωσαν ως μάνα εθνικού ήρωα. Η τηλεόραση εκείνων των ημερών αποκάλυψε την ύπαρξη μιας εθνικής παθολογίας, αναμοχλεύοντας, θα έλεγε κανείς, διάφορα απωθημένα. Βασίστηκε στις μυθολογίες περί του ανυπόταχτου της φυλής και αξιοποίησε εύκολα τα φαντάσματα των παθών της μεταπολίτευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπερβολής και ταυτοχρόνως του αυτισμού των εγχώριων τηλεοπτικών μέσων ήταν και η κάλυψη της επίθεσης στη Γιουγκοσλαβία. Αιτία των υπερβολών εκείνης της εποχής, που είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά με την υπόθεση Οτσαλάν, με έμφαση στις εθνικιστικές εξάρσεις και στην αυταρέσκεια για το «ασυμβίβαστο της φυλής», ήταν κατά τη γνώμη μας η νοσηρή πλέον υποταγή της τηλεοπτικής ενημέρωσης στην τελετουργία του ανταγωνισμού και στις φόρμουλες του εντυπωσιασμού. Έτσι, βρήκαν πολύ πιο εύκολα δίοδο προς τα τηλεοπτικά πλατό οι απόψεις εθνικιστικών υπερβολών, ως πιο γαργαλιστικές από τις ψύχραιμες. Η παθιασμένη αντιπαράθεση ακραίων θέσεων διατήρησε στη μικρή οθόνη την αίσθηση μιας φρενιτιώδους διακίνησης ιδεών και απόψεων. Το πρόβλημα που αναδείχθηκε τότε δεν ήταν εκείνο των ανταποκρίσεων. Άλλωστε, τα ελληνικά μέσα είχαν απευθείας σύνδεση με δικά τους συνεργεία στις βομβαρδισμένες περιοχές. Αυτό που αναδύθηκε ήταν το γεγονός ότι τα τραγικά γεγονότα αποτέλεσαν για μία ακόμη φορά την αφορμή για παθιασμένες κόντρες στα τηλεοπτικά πλατό, όπου φαινόταν να συγκρούονται και πάλι οι παραδόσεις της φυλής με έναν κόσμο που υποτίθεται ότι τις αρνείται. Ήταν η αφορμή για έναν εθνικό καβγά μεταξύ εθνολάγνων και εθνοπολέμιων, ειδικής τηλεοπτικής σκηνοθεσίας, μια και οι panelists ήταν επιλεγμένοι ώστε να δίνουν αυτή την αίσθηση. Υποσχέσεις νομιμοποίησης μετά από κρίσεις Ισχυρότατη ήταν η κρίση που προκλήθηκε το Φεβρουάριο του 2002 από την εκπομπή «Ζούγκλα» του Alpha και τον παρουσιαστή της Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Με στόχο επισήμως την αποκάλυψη διαφθοράς στην πολιτική και με αφορμή την άνθηση του παράνομου τζόγου, ιδίως σε πόλεις της επαρχίας, η εκπομπή αυτή, που επανειλημμένως δημιούργησε πρόβλημα με τη χρήση αντιδεοντολογικών μεθόδων, για μία ακόμη φορά χρησιμοποίησε αντί άλλης απόδειξης και έρευνας κρυφή κάμερα. Μέσω αυτής αποκάλυψε ότι ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος του ΠΑΣΟΚ κ. Χρυσανθακόπουλος, εκλεγόμενος στην Πάτρα, αν και πρόεδρος της άτυπης Επιτροπής της Βουλής για την πάταξη του παράνομου τζόγου, ενέδιδε στο προσωπικό του πάθος και έπαιζε και ο ίδιος στα παράνομα μηχανήματα, τα αποκαλούμενα και «φρουτάκια».. Το σημαντικό είναι ότι ο θόρυβος της εκπομπής προκάλεσε πολιτικό γεγονός και η κυβέρνηση διέγραψε από την κοινοβουλευτική της ομάδα το βουλευτή. Ωστόσο η μέθοδος που οδήγησε σε αυτά τα αποτελέσματα έγινε η αφορμή για την έναρξη διαλόγου σχετικά με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Η περίπτωση αποκάλυψε πως η τηλεοπτική αναρχία έχει οδηγήσει στην καθιέρωση διαφόρων αντιδεοντολογικών μεθόδων, μεταξύ των οποίων κρυφή κάμερα. Επιπλέον, τις ημέρες των αποκαλύψεων της εκπομπής «Ζούγκλα» για τον παράνομο τζόγο, σχεδόν το σύνολο των δελτίων ειδήσεων των εμπορικών καναλιών ασχολήθηκε κυρίως με το θέμα αυτό. Ο παρουσιαστής-χρήστης της κρυφής κάμερας βρέθηκε καλεσμένος σε όλες τις ενημερωτικές εκπομπές, πρωινές, απογευματινές και βραδινές, καταθέτοντας τις δικές του απόψεις και απαγγέλλοντας κατηγορητήριο εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών συλλήβδην, δηλώνοντας ταυτοχρόνως και θαυμαστής της ιταλικής επιχείρησης «Καθαρά Χέρια». Οι κραδασμοί ήταν εντονότατοι και με πολιτική χροιά. Οι μεν ενώσεις των δημοσιογράφων καταδίκασαν την τακτική της κρυφής κάμερας και των εισαγγελικών καταγγελιών εκ μέρους των δημοσιογράφων, ο δε πολιτικός κόσμος έκανε λόγο για την ανάγκη ενεργοποίησης ή σύνταξης νέου κώδικα δεοντολογίας. Αυτό που φαίνεται να συντάραξε περισσότερο ωστόσο ήταν η ομοιομορφία του περιβάλλοντος, ότι δηλαδή μια εκπομπή ακραίων μεθόδων και ύφους, λόγω της εκ της φύσεώς της δυναμικής και θεαματικότητας, κατάφερε να επιβληθεί σε ολόκληρο το τηλεοπτικό και εντέλει μιντιακό τοπίο, προκαλώντας ακόμη και πολιτικά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, το είδος αυτό της δημοσιογραφίας, που οι Αμερικανοί θεωρητικοί χαρακτηρίζουν ως «δημοσιογραφία του κυνηγητού» ή ταμπλόιντ τηλεόραση, δεν είναι διόλου άγνωστο ούτε πρωτότυπο. Πρόκειται για μια εξωτερική μορφή άσκησης της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, που αποτελεί δείκτη για την αφοσίωση του Τύπου στην παρουσίαση αντιπαλοτήτων. Η μορφή είναι φανερή από την ίδια τη διαμόρφωση του τηλεοπτικού σκηνικού, που τοποθετεί δημοσιογράφους και πολιτικούς αντιμέτωπους. Επίσης, η αντιπαλότητα σκηνοθετείται και με το κυνηγητό των ερωταπαντήσεων, τον κοφτό, λαχανιαστό τόνο των ανακριτών-δημοσιογράφων, την ταχύτητα με την οποία απαιτούν να δίνονται οι απαντήσεις και τον επιθετικό τόνο, που φέρνει σε δύσκολη θέση τον ερωτώμενο, μέχρι να κάνει «λάθος», κατά τη μέθοδο που εφαρμόζεται σε όλες τις ανακρίσεις. Από την άλλη, όπως γράφει ο Λανς Μπένετ στο πόνημά του για τις ειδήσεις, οι ίδιοι οι πολιτικοί συμβάλλουν στη διαιώνιση της αντιπαλότητας με το να κατηγορούν καθ’ έξιν τον Τύπο για μεροληψία ή εχθρότητα. Ωστόσο, τονίζει ο Μπένετ, παρ’ όλο που η δημοσιογραφική τελετουργία αυτού του είδους, με τις εντυπωσιακές καταγγελτικές κορόνες, μπορεί να είναι πολύ εντυπωσιακή, ζωηρή και συναρπαστική τόσο για εκείνους που συμμετέχουν όσο και για τα ακροατήρια που την παρακολουθούν, «το γεγονός αυτό δε θα έπρεπε να μας κάνει να παραβλέψουμε ότι η κύρια λειτουργία της τελετουργίας είναι να εστιάσει την ανθρώπινη προσοχή σε πολύ συγκεκριμένο σημείο και να αποκλείσει, με τρόπο πειστικό, μεγάλες κατηγορίες της ανθρώπινης εμπειρίας από το χώρο της δημόσιας συζήτησης». Με άλλα λόγια, η κρίση που προκλήθηκε από τις αποκαλύψεις και τις μεθόδους μιας τηλεοπτικής εκπομπής δεν ήταν ούτε άγνωστη ούτε εγχώρια πρωτοτυπία. Εκείνο όμως που αποτέλεσε την αιτία της έντασης ήταν το ελάττωμα του τηλεοπτικού περιβάλλοντος, η ασφυκτική ομοιομορφία, που καταλήγει στο να θεωρούνται όλες οι δημοσιογραφικές μέθοδοι ίδιες, όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι, όλοι οι πολιτικοί ίδιοι, ενώ συγκεντρώνεται κάθε φορά η προσοχή σε μια εντυπωσιακή λεπτομέρεια και διαφεύγουν πλήθος σοβαρά ζητήματα για την καθημερινότητα του πολίτη. Το γεγονός, πάντως, στάθηκε η αφορμή για να επανεξεταστεί το θέμα της αδειοδότησης των ιδιωτικών καναλιών με σκοπό την τακτοποίηση του τηλεοπτικού περιβάλλοντος για την καλύτερη άσκηση ελέγχου από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Παρ’ όλ’ αυτά, οι διαπλοκές του τηλεοπτικού περιβάλλοντος και τα οικονομικά συμφέροντα αξιοποίησαν στο έπακρο τις εντυπωσιακές καταγγελίες για να διαμορφώσουν μια έντονη κατάσταση δυσφορίας κατά του κυβερνώντος κόμματος. Αναδείχθηκε και τονίστηκε η κυβερνητική ευθύνη για την εξάπλωση του παράνομου τζόγου, ενώ καταγγελίες για άνομες σχέσεις πολιτικών με «νονούς» του τζόγου επέτειναν το κλίμα δυσαρέσκειας. Τα παραδείγματα κρίσεων που αναφέρθηκαν είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο για την απουσία εφαρμογής των νόμων, αλλά και για την εκμετάλλευση των κρίσεων από τα τηλεοπτικά συγκροτήματα με σκοπό να εντείνουν το κλίμα της δυσαρέσκειας. Τα πολλά χρόνια της απορύθμισης κατέστησαν δυσδιάκριτες τις αιτίες για τις οποίες σε κάθε περίπτωση ένα εντυπωσιακό γεγονός διαμορφωνόταν από τα κανάλια ως κρίση στο πολιτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, ο λόγος είναι ότι ένα σημαντικό μέρος της εγχώριας οικονομίας συνδέθηκε με την ανάπτυξη των μέσων. Στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου ο τομέας των ραδιοτηλεοπτικών δραστηριοτήτων υπήρξε η πλέον ανεπτυγμένη «βιομηχανία», άμεσα συνδεδεμένη με τη βιομηχανία της διασκέδασης. Κάποιες τηλεοπτικές επιχειρήσεις εξαπλώθηκαν και στον τομέα της δισκογραφίας, όπως ο ΑΝΤ1, το Star και αργότερα το Alter, που απέκτησαν δικές τους εταιρείες παραγωγής μουσικών προϊόντων. Στενές σχέσεις με τη σόου μπίζνες και την «παραγωγή» νέων προϊόντων ή την ενίσχυση παλαιότερων απέκτησαν σχεδόν όλες οι μεγάλες τηλεοπτικές επιχειρήσεις. Η άμεση σύνδεση της ενημέρωσης, των δελτίων ειδήσεων δηλαδή, με την προβολή των δραστηριοτήτων προσώπων της μουσικής σκηνής κυρίως, υπήρξε η απόδειξη της στενής σχέσης της τηλεοπτικής βιομηχανίας με τη μουσική. Αυτό σημαίνει ένα καθεστώς στον τομέα της σύγχρονης κουλτούρας ελεγχόμενο από τηλεοπτικές επιχειρήσεις. Η προβολή ενός τρόπου ζωής, ορισμένων αρχών και αξιών, η δημιουργία κλίματος δυσφορίας, και η προσφορά διεξόδου απ’ αυτό με συγκεκριμένες διασκεδάσεις, υπήρξαν κατασκευάσματα του τηλεοπτικού συστήματος. Ο νέος πομπός του ΕΙΡΤ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης) στη θέση του παλιού ΕΙΡ (1970) (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). 2 Ιουνίου 1966. Η ελληνική τηλεόραση στο ξεκίνημά της (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Μανθούλης, Ροβήρος — (Κομοτηνή 1930 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Φοίτησε στο τμήμα πολιτικών επιστημών της Παντείου Σχολής Πολιτικών και κοινωνικών Επιστημών (σημερινό Πάντειο Πανεπιστήμιο) και στη συνέχεια σπούδασε κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο Σύρακιους της… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”